01075 同源字

字源:γίνομαι
原文Strong's number出现次数中文
ἀγενεαλόγητος, ον000351无身世族谱(记录)的( 来 7:3
ἀγενής, ές000361卑贱的,不足轻重的( 林前 1:28
ἀλλογενής, ές002411外族人( 路 17:18
ἀναγεννάω003132新生,重生
ἀπογίνομαι005811死,即与…无份( 彼前 2:24
ἀρτιγέννητος, ον007381新生的( 彼前 2:2
γενεά, ᾶς, ἡ0107443世代,同时代;时期,时代;家世,世系
γενεαλογέω010751属…世系( 来 7:6
γενεαλογία, ας, ἡ010762族谱
γενέσια, ων, τά010772生日喜庆
γένεσις, εως, ἡ010785出生;世系,家谱
γενετή, ῆς, ἡ010791出生( 约 9:1
γένημα, ατος, τό010814产品,果子
γεννάω0108097作父亲;生(孩子);怀孕;<被>出生
γέννημα, ατος, τό010814子孙,后代
γεννητός, ή, όν010842出生的
γένος, ους, τό0108520家,族,国,人民;后裔,子孙;种,类
γίνομαι01096669变成,是;发生;举行,出生或被造;成为
γνήσιος, α ον011034真正的;真实的,忠诚的
γνησίως011041真正地,真实地( 腓 2:20
γονεύς, έως, ὁ0111820父母
διαγίνομαι012303(时间)过去
ἔκγονος, ον015491孙子女,后辈( 提前 5:4
ἐπιγίνομαι019201起(风);(夜晚)来临( 徒 28:13
εὐγενής, ές021043出生于高贵世家的;社会地位高尚的;开明的
ζῳογονέω022253救命;(神)赐给生命;<被>继续活着
μονογενής, ές034399唯一的,独特的;独生的
παλιγγενεσία, ας, ἡ038242重生,新生;新时代,新世界
παραγίνομαι0385437来,到达;出现;为…辩护,支持
προγίνομαι042661以前发生( 罗 3:25
πρόγονος, ον042692父母,祖宗
συγγένεια, ας, ἡ047723亲戚,亲族
συγγενής, ές0477311亲戚,亲族,亲人,同胞
συγγενίς, ίδος, ἡ4773a1女亲人,女亲戚( 路 1:36
συμπαραγίνομαι048361聚集,集合,在周围( 路 23:48
τεκνογονέω050411生育儿女( 提前 5:14
τεκνογονία, ας, ἡ050421生育儿女( 提前 2:15
ἀγενεαλόγητος, ον000351无身世族谱(记录)的( 来 7:3
αἰσχρολογία, ας, ἡ001481污秽的话( 西 3:8
ἄλογος, ον002493不讲理的,野性的(兽类);不合理的
ἀναλογία, ας, ἡ003561比例,程度( 罗 12:6
ἀναλογίζομαι003571仔细考虑,思想,比较( 来 12:3
ἀναπολόγητος, ον003792没有藉口的,不可原谅的
ἀνθομολογέομαι004371感谢,颂赞( 路 2:38
ἀντιλέγω0048311反对;反驳;背逆
ἀντιλογία, ας, ἡ004854争论,辩论;敌意,憎恨,背叛
ἀπολέγω005501弃绝,放弃( 林后 4:2
ἀπολογέομαι0062610为自己说话,替自己辩护
ἀπολογία, ας, ἡ006278辩护;回答,答覆
βατταλογέω009451唠叼,重复没有意义的话( 太 6:7
γενεαλογέω010751属…世系( 来 7:6
γενεαλογία, ας, ἡ010762族谱
διαλέγομαι0125613辩论,争辩;谈论,演讲,讲道
διάλεκτος, ου, ἡ012586语言
διαλογίζομαι0126016讨论,争辩;考虑,思想;疑问,猜想
διαλογισμός, οῦ, ὁ0126114想法,见解;思考;疑惑;议论
δίλογος, ον013511一口两舌的,不诚实的( 提前 3:8
ἐκλέγομαι0158622拣选;选
ἐκλεκτός, ή, όν0158822被拣选的;贵重的;杰出的
ἐκλογή, ῆς, ἡ015897拣选;所拣选的人
ἐλλογέω016772记到某人的账上,记录
ἐνευλογέω017572祝福,赐福
ἐξομολογέω0184310同意;<关>承认;宣认;颂赞
ἐπιλέγω019512叫作,命名;<关>选择
εὐλογέω0212742祝福,恩待,赐福;颂赞;求神祝福(饮食)
εὐλογητός, ή, όν021288受祝福的;受赞美的;该受称颂的那位
εὐλογία, ας, ἡ0212916福气,恩典;颂赞;祝谢;捐款;花言巧语
κακολογέω025514毁谤;诅咒,咒骂
καταλέγω026391(教会)登记(办理经济补助)( 提前 5:9
κατευλογέω2720a1祝福( 可 10:16
λέγω020362354说,讲;名叫;主张;意思是;心里想
λογεία, ας, ἡ3047a2捐献,筹款
λογίζομαι0304940计较;算作;以为;批评;争辩;熟思
λογικός, ή, όν030502合理的,应该的;属灵的,灵(奶)
λόγιον, ου, τό030514神谕;话,信息
λόγιος, α, ον030511雄辩的;有学问的( 徒 18:24
λογισμός, οῦ, ὁ030532思想;荒谬错误的论证或辩论
λογομαχέω030541在言词上争辩( 提后 2:14
λογομαχία, ας, ἡ030551喜在字句上吹毛求疵( 提前 6:4
λόγος, ου, ὁ03056330说话的内容;道(约翰的基督论);帐目
ματαιολογία, ας, ἡ031501空谈( 提前 1:6
ματαιολόγος, ον031511空谈者,说荒唐无稽的话的人( 多 1:10
μωρολογία, ας, ἡ034731愚妄的话( 弗 5:4
ὁμολογέω0367026承认;认(罪);宣布;答应;称谢
ὁμολογία, ας, ἡ036716承认,宣认
ὀμολογουμένως036721大家都宣认地( 提前 3:16
παραλέγομαι038812沿岸航行
παραλογίζομαι038842欺骗,引入歧途
πιθανολογία, ας, ἡ040861花言巧语( 西 2:4
πολυλογία, ας, ἡ041801长篇大论;冗长的祷告( 太 6:7
προλέγω0430215说或警告;预先说或警告;预言
σπερμολόγος, ον046911听取片断消息便胡说的人( 徒 17:18
στρατολογέω047581招募军人( 提后 2:4
συλλέγω048168收获(农作物);摘;拔掉;抓起来
συλλογίζομαι048171讨论,争辩( 路 20:5
συναρμολογέω048832互相联系,互相配合
συνεκλεκτός, ή, όν048991同蒙选立的人( 彼前 5:13
χρηστολογία, ας, ἡ055421花言巧语( 罗 16:18
ψευδολόγος, ον055731骗人的( 提前 4:2